Επιτόκια αναφοράς και χρηματοοικονομικοί δείκτες

 

1. Τρέχοντα επιτόκια

Στο πλαίσιο της άσκησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθορίζει τρία βασικά επιτόκια:

i. Επιτόκιο προσφοράς για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης (main refinancing operations rate)
Είναι το επιτόκιο με βάση το οποίο καταρτίζονται οι πράξεις ανοικτής αγοράς μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των Τραπεζών που λειτουργούν στα κράτη μέλη της ζώνης του ΕΥΡΩ (στη συνέχεια «οι Τράπεζες»). Με τις εν λόγω πράξεις παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις Τράπεζες ο κύριος όγκος της ρευστότητας.

Το επιτόκιο αυτό έχει διαμορφωθεί από 18 Σεπτεμβρίου 2024 στο ακόλουθο επίπεδο: 3,65%

ii. Επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (deposit facility rate)
Είναι το επιτόκιο για καταθέσεις διάρκειας μιας ημέρας από τις Τράπεζες στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Το επιτόκιο αυτό έχει διαμορφωθεί από 18 Σεπτεμβρίου 2024 στο ακόλουθο επίπεδο: 3,50%

iii. Επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης
(marginal lending facility rate)

Είναι το επιτόκιο με το οποίο οι Τράπεζες δανείζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κεφάλαια για διάρκεια μίας ημέρας

Το επιτόκιο αυτό έχει διαμορφωθεί από 18 Σεπτεμβρίου 2024 στο ακόλουθο επίπεδο: 3,90%

2. Η εξέλιξη των ως άνω βασικών επιτοκίων (1999 έως σήμερα)
Πρόσβαση στην ιστοσελίδα ΕΚΤ : http://www.ecb.int/stats/monetary/rates/html/index.en.html

Το EURIBOR είναι ένα επιτόκιο αναφοράς της αγοράς χωρίς παροχή εξασφαλίσεων το οποίο υπολογίζεται για διάφορες διάρκειες (μίας εβδομάδας, ενός μήνα, τριών, έξι και δώδεκα μηνών). Τη διαχείρισή του έχει αναλάβει το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Χρηματαγορών (European Money Markets Institute – EMMI). Για να επιτευχθεί συμμόρφωση του επιτοκίου αναφοράς με τον κανονισμό της ΕΕ για τους δείκτες αναφοράς, ο EMMI αποσαφήνισε τον ορισμό του EURIBOR: πρόκειται για το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες στην ΕΕ και στην Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) μπορούν να αποκτούν κεφάλαια μέσω της χονδρικής αγοράς χωρίς την παροχή εξασφαλίσεων. Ο EMMI εφαρμόζει σταδιακά μια νέα μεθοδολογία υπολογισμού για το EURIBOR, η οποία αποκαλείται «υβριδική μεθοδολογία». Αυτή η μέθοδος υπολογισμού λαμβάνει υπόψη όσο το δυνατόν περισσότερο πραγματικές συναλλαγές, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί και την κρίση εμπειρογνωμόνων για τις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχουν διαθέσιμες πραγματικές συναλλαγές.

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος

Στη συνέχεια αναφέρονται τα πλέον αντιπροσωπευτικά επιτόκια EURIBOR, όπως ισχύουν, καθώς και οι αντίστοιχοι μέσοι όροι (μ.ο) για την εκάστοτε περίοδο των προηγουμένων τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών, όπως έχουν διαμορφωθεί την αντίστοιχα αναφερόμενη ημερομηνία: 



Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου 2024
Euribor ενός (1) μήνα:
3,29 %
μ.ο. Euribor ενός (1) μήνα:
3,41 %
Euribor τριών (3) μηνών:
3,24 %
μ.ο. Euribor τριών (3) μηνών:
3,41 %
Euribor έξι (6) μηνών:
3,07 %
μ.ο. Euribor έξι (6) μηνών:
3,22 %

Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου 2024


 

Πρόσβαση στην ιστοσελίδα Euribor - Ιστορικά στοιχεία διάφορων χρονικών περιόδων: https://www.emmi-benchmarks.eu/euribor-org/euribor-rates.html

Το ομόλογο είναι ένα χρεόγραφο, ο εκδότης του οποίου έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον κομιστή του, στην λήξη του, το προκαθορισμένο και αναφερόμενο στο ομόλογο ποσό, πέραν των τόκων που καταβάλλονται κατά τη διάρκειά του.

Ο μέσω ομολόγων δανεισμός των κρατών είναι μια συνηθέστατη πρακτική, σύμφωνα με την οποία ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέας αγοράζοντας το ομόλογο δανείζει στο Δημόσιο που το έχει εκδώσει το αντίστοιχο ποσό και το Δημόσιο - εκδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποδώσει στον κομιστή, πέραν των τόκων, το ποσό που αναγράφεται σε αυτό κατά την ημερομηνία που θα λήξει.

Τα κρατικά ομόλογα μπορούν να μεταβιβαστούν ελεύθερα και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης συνήθως σε οργανωμένες αγορές. Στο πλαίσιο αυτής της διαπραγμάτευσης διαμορφώνεται, σε καθημερινή βάση, η αξία των ομολόγων και, συνεπώς, η τιμή τους, που πρακτικά είναι η υπολογιζόμενη απόδοσή τους, αν αυτά διακρατηθούν μέχρι τη λήξη τους (απόδοση στη λήξη).

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η απόδοση των ομολόγων διάρκειας δέκα (10) ετών, που εκδίδει το Γερμανικό Δημόσιο έχει καθιερωθεί ως σημείο αναφοράς για τα ίδιας διάρκειας ομόλογα έκδοσης του Δημοσίου των υπολοίπων κρατών μελών της. Η διαφορά της απόδοσης των εν λόγω ομολόγων αντανακλά το κόστος δανεισμού του Δημοσίου του κράτους μέλους έκδοσης σε σχέση με αυτό του Γερμανικού Δημοσίου, στο οποίο ενσωματώνεται, μεταξύ άλλων, και η διαφορά του κινδύνου χώρας (country risk).

Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του Γερμανικού Δημοσίου και των αντίστοιχων του Ελληνικού Δημοσίου, όπως διαμορφώθηκαν την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα κατά το κλείσιμο των αγορών (Δευτέρα, 7 Οκτωβρίου 2024) και η μεταξύ τους διαφορά έχουν ως εξής:
Απόδοση 10-ετούς ομολόγου Γερμανικού Δημοσίου:
2,24 %
Απόδοση 10-ετούς ομολόγου Ελληνικού Δημοσίου:
3,22 %
Διαφορά:
0,98 %


O επιτοκιακός δείκτης SARON (Swiss Average Rate Overnight) αντιπροσωπεύει το επιτόκιο διάρκειας μίας ημέρας της αγοράς εξασφαλισμένης χρηματοδότησης για το ελβετικό φράγκο (CHF). Υπολογίζεται σε καθημερινή βάση και προκύπτει από τα επιτόκια της ελβετικής διατραπεζικής αγοράς για πράξεις διάρκειας μίας ημέρας (overnight repo transactions). Η αγορά αυτή, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση νομισματικής πολιτικής κεντρικών τραπεζών, είναι ρυθμιζόμενη, έχει υψηλή ρευστότητα και για τους λόγους αυτούς θεωρείται αντιπροσωπευτική και αντικειμενική.

Το ανατοκιζόμενο επιτόκιο SARON (SARON Compound Rate) προκύπτει από τη  συσσωμάτωση (aggregation) των ημερήσιων τιμών του δείκτη SARON ,  για την αμέσως προηγούμενη – από την ημέρα υπολογισμού – περίοδο αναφοράς (π.χ 1 μηνός, 3 μηνών, κ.λπ.) με βάση συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο.

Διαχειριστής και υπεύθυνος δημοσίευσης του ανατοκιζόμενου SARON είναι η SIX Swiss Exchange Financial Information AG, η οποία δημοσιεύει κάθε εργάσιμη μέρα τις τιμές για καθεμία από τις διάρκειες ισχύος του εν λόγω επιτοκιακού δείκτη στην ιστοσελίδα της.


30.11.2021 – Ανακοίνωση ΕΕΤ: Κατάργηση και αντικατάσταση των επιτοκιακών δεικτών CHF LIBOR και ΕΟΝΙΑ (Benchmarks Reform)