-
24 Νοεμβρίου 2020
Προθυμία των ελληνικών τραπεζών να χρηματοδοτήσουν και να υποστηρίξουν υγιείς και συνεργάσιμες επιχειρήσεις - Διαδικτυακή ομιλία του Προέδρου της ΕΕΤ Γ. Χαντζηνικολάου στις 23 Νοεμβρίου 2020 στον Σύνδεσμο ΑΕ και ΕΠΕ
Πριν τοποθετηθώ στο θέμα αναφορικά με την «προθυμία των ελληνικών τραπεζών να χρηματοδοτήσουν και να υποστηρίξουν υγιείς και συνεργάσιμες επιχειρήσεις», θεωρώ σημαντικό να αναφερθώ σύντομα στον ρόλο του τραπεζικού συστήματος σε μια οικονομία. Έτσι θα μου δοθεί η ευκαιρία να σκιαγραφήσω το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα γίνει η τοποθέτηση μου.
Ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος μέσα σε μια οικονομία είναι διαμεσολαβητικός. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες δέχονται καταθέσεις από οικονομικές μονάδες που έχουν επιπλέον ρευστότητα, και τις διοχετεύουν σε άλλες οικονομικές μονάδες που χρειάζονται ρευστότητα.
Οι τράπεζες κερδίζουν από αυτή την διαδικασία, δανείζοντας αυτά τα χρήματα με μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που πληρώνουν στους καταθέτες. Παρά τον αναμφισβήτητο κοινωνικό τους ρόλο, οι τράπεζες λειτουργούν κατά βάση ως επιχειρήσεις, έχουν μετόχους, και προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, που προκύπτουν από την διαφορά μεταξύ των 2 επιτοκίων καθώς και από την συνετή και αποτελεσματική λειτουργία τους.
Συγχρόνως όμως, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιστρέψουν αυτές τις καταθέσεις όταν οι καταθέτες τις απαιτήσουν. Αλλά για να είναι αυτό δυνατόν, τα δάνεια τα οποία δίνουν πρέπει να είναι επίσης εισπράξιμα. Αν τα δάνεια σταματούν να είναι εισπράξιμα, υπονομεύεται η ικανότητα των τραπεζών να πληρώσουν τους καταθέτες.
Γι’ αυτό οι τράπεζες είναι εποπτευόμενες επιχειρήσεις, και ο στόχος της εποπτείας είναι διττός.
- Πρώτον, να διασφαλισθεί η ποιότητα των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες, ώστε να εξασφαλισθεί η ικανότητα αποπληρωμής των καταθετών.
- Και, δεύτερον, η διατήρηση μίνιμουμ ιδίων κεφαλαίων για να καλύψουν τυχόν δανειακές ζημιές, που συμβαίνουν όπως σε κάθε επιχείρηση. Με αυτό τον τρόπο ελαχιστοποιείται και η πιθανότητα να χρειαστεί να παρέμβει το κράτος να διασώσει μια τράπεζα με δημόσιους πόρους.
Ελπίζω λοιπόν να είναι ξεκάθαρο, ότι μέσα στα πλαίσια που επιτρέπει η εποπτεία και η επιχειρηματική τους κρίση, οι τράπεζες έχουν κάθε λόγο και κίνητρα να χορηγούν δάνεια. Είναι ο μόνος τρόπος να βγάλουν κέρδη, αλλά και να μπορούν να συμβάλλουν στην πραγματική οικονομία.
Αλλά όχι δάνεια προς όλους. Μόνο σε αυτούς που επιτρέπεται βάσει των εποπτικών κανόνων, αλλά και κατά την επιχειρηματική κρίση των τραπεζών ως προς την πιστοληπτική τους ικανότητα. Θα το επαναλάβω αυτό.
Μόνο στις οικονομικές μονάδες που έχουν πιστοληπτική ικανότητα, δηλαδή, την ικανότητα να εξυπηρετήσουν και να αποπληρώσουν τα δάνεια που λαμβάνουν. Γιατί αν αυτό δεν συμβαίνει, ξέρουμε πολύ καλά τις συνέπειες στο τραπεζικό σύστημα.
Ας δούμε λοιπόν πως τα παραπάνω μας βοηθούν να εξηγήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει με τις τράπεζες στην πατρίδα μας στην σημερινή συγκυρία, και την προθυμία τους να χρηματοδοτήσουν και να υποστηρίξουν υγιείς και συνεργάσιμες επιχειρήσεις, και κατά συνέπεια, την ανάπτυξη της χώρας.
Η χώρα μας βγαίνει από μια μακρά κρίση 10 ετών (από το 2009) η οποία, λόγω της μεγάλης πτώσεως στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν (που πλησίασε το 30%), υπονόμευσε σημαντικά - για να μην πω διέλυσε - την ικανότητα πολλών οικονομικών μονάδων, τόσο ιδιωτών, όσο και επιχειρήσεων, να εξυπηρετήσουν τα υφιστάμενα δάνεια τους – εξ’ ου και το τσουνάμι των κόκκινων δανείων. Αυτή είναι η πραγματικότητα, και απεικονίζεται δυστυχώς στους ισολογισμούς των τραπεζών. Ακόμα πιο πολύ όμως, επηρέασε την ικανότητα των εταιρειών και ιδιωτών να λάβουν νέα δάνεια.
Χρόνια τώρα οι τράπεζες αγωνίζονται να μειώσουν αυτά τα δάνεια τα οποία απαιτούν κεφάλαια χωρίς να παράγουν έσοδα. Οι προσπάθειες των τραπεζών προς αυτήν την κατεύθυνση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον στόχο τους να βελτιώσουν την πιστοληπτική ικανότητα όλων των οικονομικών μονάδων με τα προβληματικά δάνεια.
Για μερικούς από τους δανειολήπτες δεν υπάρχει αντικειμενικά και πρακτικά καμμιά ελπίδα, και ο καλύτερος τρόπος να το ξεπεράσουμε και να πάμε μπροστά, είναι να αλλάξει η ιδιοκτησία όσων περιουσιακών στοιχείων έχουν απομείνει, και να ρευστοποιηθούν ώστε να αποπληρωθεί έστω ένα μέρος από αυτά τα δάνεια. Ελπίζουμε ο καινούργιος πτωχευτικός νόμος να βοηθήσει σε αυτό το ξεκαθάρισμα, γιατί μέχρι τώρα οι καθυστερήσεις σε αυτό το τομέα είναι απελπιστικές και σε βάρος ΟΛΩΝ, με αποτέλεσμα να παραμένουμε καθηλωμένοι!
Για τους υπόλοιπους δανειολήπτες, οι τράπεζες κάνουν ηράκλειες προσπάθειες να στηρίξουν και να βοηθήσουν τις οικονομικές μονάδες να επανακτήσουν την ικανότητα τους να αποπληρώσουν τα δάνεια τους και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να έχουν πρόσβαση σε νέο δανεισμό.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με νομοθετικές πρωτοβουλίες, ή με κατάλληλες επιχειρηματικές κινήσεις των ίδιων των τραπεζών, το τραπεζικό σύστημα αντιμετώπισε, θεωρώ, αποτελεσματικά μέχρι το τέλος του 2019 ένα πολύ μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων, που μας κληροδότησε η κρίση.
Από κάθε άποψη, το 2019 ήταν μια ιδιαίτερα αισιόδοξη και πολλά υποσχόμενη χρόνια για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και την πλήρη επάνοδο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος σε μια κανονικότητα, μετά από την 10ετή δοκιμασία.
Και με τον όρο «κανονικότητα» αναφέρομαι σε ένα τραπεζικό σύστημα που ήταν κερδοφόρο, είχε ικανοποιητική ρευστότητα και επαρκή ίδια κεφάλαια που προστατεύουν τον καταθέτη, και κυρίως στην σημαντική πρόοδο που έκανε στην μείωση των κόκκινων δανείων και, γενικότερα, στην προσπάθεια να βοηθήσει στην εξυγίανση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών.
Και έτσι μπήκαμε λοιπόν στο 2020 με τις καλύτερες προοπτικές των τελευταίων χρόνων. Προσβλέπαμε σε μια στιβαρή οικονομική ανάπτυξη – κάτι που βοηθάει όλες τις οικονομικές μονάδες - με τις τράπεζες πρόθυμες να δανείσουν χρήματα, αλλά κυρίως, με αυξανόμενο αριθμό οικονομικών μονάδων με βελτιωμένη – και συνεχώς βελτιούμενη – πιστοληπτική ικανότητα. Δηλαδή, όλοι μαζί, η ελληνική οικονομία και μαζί με αυτήν το τραπεζικό της σύστημα, μπήκαμε στο 2020 έτοιμοι, και με την ευκαιρία να ανακτήσουμε ένα μέρος από το χαμένο έδαφος των τελευταίων χρόνων.
Δυστυχώς, ο κορωνοιός είχε άλλα σχέδια. Η πολυπόθητη ανάπτυξη αντιμετώπισε ένα απότομο φρενάρισμα το Μάρτιο, με την έναρξη της πανδημίας. Και αντί για ανάπτυξη, κληθήκαμε στο καθήκον για να υποστηρίξουμε της ανάγκες ρευστότητας της Ελληνικής οικονομίας, σε στενή συνεργασία με το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης.
Λειτουργήσαμε, θεωρώ, συμπληρωματικά, Κυβέρνηση, επόπτες και τράπεζες, και με επιτυχία.
Καθορίστηκαν από το Κράτος οι πληττόμενοι κλάδοι και οι επιχειρήσεις, ιδίως κατά τη διάρκεια των δύο –μέχρι σήμερα-lockdown, και δρομολογήθηκαν, πολύ γρήγορα, τα δύο ευρέως γνωστά χρηματοδοτικά εργαλεία το ΤΕΠΙΧ ΙΙ (3η και 4η φάση) ως επίσης και το εργοδοτικό COVID με την α και β φάση.
Μέσω αυτών των προγραμμάτων, διοχετεύσαμε στην οικονομία, και κυρίως στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, επιπλέον ρευστότητα 3,2 δις μέχρι τέλος Αυγούστου 2020. Η διάθεση αυτής της ρευστότητας έγινε με υγιή τραπεζικά πιστοδοτικά κριτήρια όπως, μεταξύ άλλων, η προϋπόθεση ότι η επιχείρηση δεν είχε κόκκινα δάνεια, δηλαδή, δεν ήταν οικονομικά προβληματική με σημείο αναφοράς την 31.12.2019.
Επιπλέον υπήρχε, για κοινωνικούς σκοπούς, ο όρος, ότι οι επιχειρήσεις που πήραν αυτά τα δάνεια, θα διατηρήσουν ένα συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων. Αναφέρω ενδεικτικά, ότι το μεγαλύτερο ποσό ύψους 3,5 δις έχει δοθεί στο γενικό εμπόριο, στο οποίο δραστηριοποιούνται κυρίως μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Επιπλέον, μέχρι τέλος Αυγούστου 2020, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χορήγησε και αυτό την δική του ρευστότητα (την οποία βεβαίως διαθέτει) στην ελληνική επιχειρηματικότητα, ύψους 11,2 δις. Επιτεύχθηκε έτσι παροχή συνολικής ρευστότητας 14 δις, μέχρι τέλος Αυγούστου.
Εκτιμώ ότι το τελευταίο τετράμηνο θα δοθούν τουλάχιστον 3 ακόμη δις στην οικονομία από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Έτσι θα εκπληρωθεί και με το παραπάνω η δέσμευση που ανέλαβαν οι τράπεζες, ότι δηλαδή μέχρι τέλος του έτους θα έχουν διοχετεύσει ρευστότητα πάνω από 15 δις. Το δήλωσαν στο Delphi Forum οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι των 4 συστημικών Τραπεζών, και το δήλωσα και εγώ ο ίδιος σε επίσημη ομιλία μου στη Βουλή στις 23 Ιουνίου 2020.
Επιπλέον, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στήριξε, με έναν ακόμη τρόπο, τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας, μέσω της αναστολής αποπληρωμής ενήμερων επιχειρηματικών δανείων και δανείων ιδιωτών. Συνολικά, 370 χιλιάδες περιπτώσεις δανείων έχουν μπει σε αναστολή, ενώ σε απόλυτους αριθμούς, το νούμερο ανέρχεται σε πάνω από 20 δις. Είναι τα λεγόμενα moratoria, που ισχύουν μέχρι σήμερα, και αφορούν ρυθμίσεις μέχρι τέλος του έτους.
Επομένως, σε αυτή τη γεμάτη από προκλήσεις αλλά και άγνωστα δεδομένα περίοδο που ζούμε, έχουμε σαφή αριθμητικά δεδομένα για την πρόθυμη και αποτελεσματική στήριξη της ελληνικής οικονομίας από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία είναι ύψους πάνω από 14 δις. ευρώ. Είναι ξεκάθαρο ότι το Ελληνικό Τραπεζικό σύστημα ανταποκρίθηκε στις περιστάσεις, και αποτελεί μέρος της λύσης.
Ωστόσο, το τραπεζικό σύστημα γίνεται αποδέκτης κριτικής, κυρίως από επιχειρήσεις που δεν χρηματοδοτήθηκαν καθόλου, ή χρηματοδοτήθηκαν ανεπαρκώς για τις ανάγκες τους από τα παραπάνω προγράμματα.
Θα ήθελα λοιπόν να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Όση κατανόηση και να υπάρχει για την κρίση που περνάμε, οι τράπεζες δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα εποπτικά και πιστοδοτικά κριτήρια που διέπουν την λειτουργία τους, και πιο συγκεκριμένα δεν μπορούν να δώσουν δάνεια σε οικονομικές μονάδες όταν η ικανότητα εξυπηρέτησης και η δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων ή δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί.
Το ίδιο ισχύει εάν ο κίνδυνος που αναλαμβάνει η τράπεζα απαιτεί την παροχή εγγυήσεως, ή εμπράγματης εξασφάλισης και η οικονομική μονάδα που αιτείται, δεν διαθέτει τέτοιες εξασφαλίσεις.
Αντιλαμβάνομαι πως και αυτές οι οικονομικές μονάδες έχουν ανάγκη ρευστότητας. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή τη πρόκληση. Η πρόκληση αυτή ξεπερνάει τους βασικούς και αδιαπραγμάτευτους θεσμικούς κανόνες που διέπουν την λειτουργία του.
Και τις ξεπερνάει γιατί αν η Τράπεζα διοχετεύσει την ρευστότητα που έχει – δηλαδή τα χρήματα των καταθέσεων και τα δικά της κεφάλαια - σε δανειολήπτες που δεν ικανοποιούν τα πιστοδοτικά κριτήρια, θα δημιουργηθούν νέα κόκκινα δάνεια, και θα υπονομευθεί η ικανότητα της να επιστρέψει στους καταθέτες τα χρήματα τους. Και θα διακινδυνεύσει την κεφαλαιακή επάρκεια της. Δηλαδή με απλά λόγια θα διακινδυνεύσει την ίδια της την ύπαρξη.
Η συγκεκριμένη πρόκληση της χρηματοδότησης οικονομικών μονάδων οι οποίες δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες, μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο από το κράτος, το οποίο μπορεί να μεταφέρει πόρους, αν το κρίνει εφικτό, προς αυτό τον σκοπό, μέσω επιδοτήσεων. Το πρόγραμμα της επιστρεπτέας προκαταβολής είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Και βλέπουμε πως αυτό έχει γίνει και γίνεται στην παρούσα συγκυρία.
Θεωρώ ότι ο συνδυασμός δανειοδοτήσεων από το τραπεζικό σύστημα με ευνοϊκούς όρους, η στήριξη των εργαζομένων, και οι επιδοτήσεις, έχουν δημιουργήσει ένα επαρκές και αποτελεσματικό μείγμα για να διατηρηθεί η ρευστότητα της οικονομίας σε καλά επίπεδα, και κατ’ επέκταση η οικονομική δραστηριότητα, σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, και να περάσουμε στην επόμενη μέρα.
Επίσης ακούγονται συχνά «παράπονα» για το κόστος δανεισμού στην Ελλάδα και την ασυμμετρία του με τα επιτόκια καταθέσεων. Πιστεύω ότι η τοποθέτηση μου στην αρχή της ομιλίας μου, διευκρίνισε και ξεκαθάρισε γιατί υπάρχει αυτή η ασυμμετρία. Οι καταθέσεις δεν περιέχουν, από κάθε πρακτική άποψη, κανένα κίνδυνο – δηλαδή τον κίνδυνο να μην αποπληρωθούν. Η ιστορική εμπειρία με τις καταθέσεις δείχνει να υποστηρίζει αυτή την άποψη, και το επιτόκιο που λαμβάνουν οι καταθέτες αντανακλά αυτό τον ελάχιστο, η μηδενικό κίνδυνο.
Τα δάνεια όμως περιέχουν πιστωτικό κίνδυνο (ακούσιο και μη) και τα επιτόκια πρέπει να αντανακλούν αυτόν το κίνδυνο. Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι ότι όλοι μας - και τράπεζες και επιχειρήσεις - δραστηριοποιούμαστε σε ένα οικονομικό περιβάλλον που δεν είναι το ίδιο πιστοληπτικά αξιόπιστο σε σύγκριση με άλλες ισχυρότερες οικονομίες. Ο πιστωτικός κίνδυνος στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει σημαντικά υψηλότερος από άλλες χώρες όπου τα επιτόκια είναι χαμηλότερα. Και αυτό αντανακλάται στο κόστος δανεισμού στην Ελλάδα.
Δεν είναι λοιπόν ακριβή η τιμολογιακή πολιτική των ελληνικών τραπεζών. Η τιμολογιακή πολιτική των ελληνικών τραπεζών απλώς αποτυπώνει τον υψηλό πιστωτικό κίνδυνο. Είναι το οικονομικό περιβάλλον με τον υψηλό πιστωτικό κίνδυνο που δημιουργεί αυτό το κόστος.
Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι υπάρχουν παράπονα από οικονομικές μονάδες που βρίσκουν τη διαδικασία έγκρισης του δανείου τους αρκετά περίπλοκη και σε κάποιες περιπτώσεις αδικαιολόγητα χρονοβόρα. Σας διαβεβαιώνω ότι γίνονται μεγάλες προσπάθειες για να περιορίσουμε τον χρόνο αυτό στο ελάχιστο και αναγκαίο.
Στον βαθμό που οι διαδικασίες εξαρτώνται από εμάς, ήδη γίνονται προσπάθειες και θα συνεχισθούν. Είναι και προς το συμφέρον μας να βελτιώσουμε σημαντικά και να αυτοματοποιήσουμε τον χρόνο συμβασιοποίησης και εκταμίευσης.
Αλλά σε ένα βαθμό αυτό εξαρτάται και από τις δανειζόμενες επιχειρήσεις. Η άμεση ανταπόκριση των επιχειρήσεων στην προσκόμιση δικαιολογητικών ιδίως στην παροχή των οικονομικών τους στοιχείων και παραχώρησης των εξασφαλίσεων, διευκολύνει σημαντικά και κάνει τη διαδικασία πιο γρήγορη.
Επίσης η επιταχυνόμενη ψηφιοποίηση του ίδιου του Κράτους, μας βοηθάει όλους. Είναι λ.χ. εξαιρετικά κρίσιμο να μην περιμένεις 10 μέρες για ένα πιστοποιητικό, ή για ένα έλεγχο στο υποθηκοφυλακείο και να μπορείς να το έχεις ηλεκτρονικά και από απόσταση σε λίγα μόλις λεπτά.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σας αφήσω με μια αίσθηση συγκρατημένης αισιοδοξίας.
Η κρίση με τον κορονοιο θα περάσει. Η επιστήμη εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και τα πρώτα εμβόλια θα είναι διαθέσιμα σύντομα. Μπορεί προσωρινά η ανάπτυξη να έχει φρενάρει, γιατί η πανδημία μας ανέτρεψε τα σχέδια, αλλά σύντομα θα δημιουργηθούν ξανά οι συνθήκες για επιστροφή στην ανάπτυξη.
Και για την Ελλάδα, οι συνθήκες που διαμορφώνονται για το εγγύς μέλλον διαγράφονται θετικές μιας που η χώρα αναμένεται να λάβει 70 περίπου δις από την Ευρωπαϊκή Ένωση τα επόμενα 5 χρόνια, μέσα από τα διάφορα προγράμματα σε μορφή επιδοτήσεων και χαμηλότοκων δανείων.
Το τραπεζικό σύστημα θα κληθεί, για μια ακόμα φορά, να διαδραματίσει έναν σημαντικό και ενεργό διαμεσολαβητικό ρόλο στη διάθεση αυτών των κεφαλαίων. Επιπλέον, ένα μεγάλο κομμάτι από αυτά τα κεφάλαια προορίζεται για την χρηματοδότηση της αυτοματοποίησης και ψηφιοποίηση της οικονομίας (digitalization).
Ένα ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι από αυτά τα κεφάλαια προορίζεται για την χρηματοδότηση της αειφόρου ανάπτυξης, δηλαδή, μιας ανάπτυξης που είναι και φιλική στο περιβάλλον.
Σε αυτή την διαδικασία μετάβασης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος προς την αειφόρο ανάπτυξη, η συνεισφορά του τραπεζικού συστήματος, μέσω της αειφόρου χρηματοδότησης (sustainable financing) θα είναι καθοριστική. Γιατί αποτελεί όχι μόνο μια πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα αλλά και μια μοναδική ευκαιρία, και για νέα έσοδα, αλλά και ένα καλό σκοπό, που είναι η ενεργητική συμμετοχή του στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των φαινομένων της κλιματικής αλλαγής.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι θα πρέπει να ετοιμαστούμε – Κράτος, επιχειρήσεις και τράπεζες - για την επόμενη μέρα.
Πιστεύω ότι η επόμενη μέρα, μετρά την πανδημία θα βρει την Ευρώπη έτοιμη. Επίσης θα βρει και την χώρα μας πιο έτοιμη, πιο φιλόδοξη από ποτέ, και σαν αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης, πιο σωστά τοποθετημένη να ωφεληθεί σημαντικά.
Είναι μια μοναδική ευκαιρία για την χώρα μας να ανανεωθεί και να δημιουργήσει τις συνθήκες για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος από την 10-ετη κρίση.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, είναι έτοιμο να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση. Δηλώνουμε παρόντες, και είμαστε έτοιμοι να χρηματοδοτήσουμε την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας.
Για να δημιουργήσουμε μαζί την Ελλάδα του αύριο.