"Ας εφαρμόσουμε σωστά τις αποφάσεις του Pittsburgh" λέει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ομοσπονδία
Στις 6 Νοεμβρίου έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες η πρώτη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ομοσπονδίας (εφεξής ΕΤΟ) μετά τη Σύνοδο του G-20 στο Pittsburgh. Η ΕΤΟ εκπροσωπεί περισσότερες από πέντε χιλιάδες (5.000) εμπορικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στα κράτη μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και την Ελβετία. Την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, μέλος της ΕΤΟ, εκπροσώπησαν ο Πρόεδρός της, κ. Τάκης Αράπογλου και ο Γενικός Γραμματέας της, κ. Χρήστος Γκόρτσος.
Στην προαναφερθείσα συνεδρίαση ελήφθησαν οι ακόλουθες σημαντικές αποφάσεις:
1. Οι Πρόεδροι των εθνικών τραπεζικών ενώσεων εξέφρασαν τη στήριξή τους στα πορίσματα της Συνόδου του Pittsburgh, επεσήμαναν, όμως, ότι η επιβολή στις τράπεζες σημαντικά υψηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων σε σχέση με τις ισχύουσες ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες. Αν οι τράπεζες υποχρεωθούν να διατηρούν σημαντικά υψηλότερο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων, θα περιοριστεί ή ικανότητά τους να παρέχουν πιστώσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Είναι συνεπώς αναγκαίο να υπάρξει πλήρης και έγκαιρη μελέτη των επιπτώσεων των δρομολογούμενων μέτρων.
"Οι αποφάσεις της Συνόδου του Pittsburgh κρίνονται θετικές και καταδεικνύουν ότι είναι δυνατός ο καθορισμός κοινών κανόνων για την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο και την ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας και της σταθερότητάς του" δήλωσε ο Alessandro Profumo, Πρόεδρος της ΕΤΟ και CEO της Unicredit Group. "Η Σύνοδος του G20 έδωσε διέξοδο σε ορισμένα κεντρικά ανοιχτά ερωτήματα και έθεσε τις κατευθύνσεις τόσο για τη λήψη όσο και για την εφαρμογή νέων ρυθμιστικών μέτρων. Αυτό θα δημιουργήσει εμπιστοσύνη και ασφάλεια τόσο στους συμμετέχοντες στην αγορά, όσο και στους καταναλωτές. Ωστόσο, οι νέοι κανόνες θα πρέπει τελικώς να αξιολογηθούν και το χρονοδιάγραμμα θα πρέπει να είναι κατάλληλο, ώστε η ενίσχυση της οικονομίας να μην παρακωλυθεί και να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού", συνέχισε ο Profumo.
Για το ζήτημα της ενίσχυσης του πλαισίου κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών παγκοσμίως, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΟ ζήτησαν, επίσης, από τους Αρχηγούς και τους Υπουργούς Οικονομικών των κρατών-μελών του G-20 να αξιολογήσουν σωρευτικά την επίδραση που θα έχουν οι επιμέρους προτάσεις πριν από τη λήψη των τελικών αποφάσεων. Οι αποφάσεις του G-20 αποσκοπούν στην ενδυνάμωση και ενίσχυση της ανθεκτικότητας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στην τρέχουσα συγκυρία είναι σημαντικό να υπάρξει η δέουσα θεώρηση των λεπτομερών μέτρων και να υπάρξουν δεσμεύσεις από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς. Σε διαφορετική περίπτωση, η πιθανότητα δυσμενών επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία, ως αποτέλεσμα ουσιωδών αυξήσεων του λειτουργικού κόστους των τραπεζών λόγω των αυξημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων, είναι σημαντική, ιδίως αν παραβλεφθούν οι δυνητικές παρενέργειες από την υιοθέτηση των νέων κανόνων.
2. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΟ επιβεβαίωσαν τη στήριξή τους στην ανάγκη καθιέρωσης ορθότερων, όχι όμως αναγκαία και περισσότερων ρυθμίσεων. Επισημάνθηκε ότι οι ρυθμίσεις αυτές πρέπει να υιοθετηθούν σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και, εφόσον όλες οι χώρες του G-20 έχουν κοινή ρυθμιστική προσέγγιση, οι ισοδύναμοι κανόνες να συνεπάγονται ισοδύναμη εφαρμογή. "Τα κράτη μέλη του G-20, μέσω του προσφάτως συσταθέντος Financial Stability Board, έχουν μια σημαντική αποστολή να φέρουν σε πέρας: να αποφύγουν νέα ρυθμιστικά κενά και μη ευθυγραμμισμένα κίνητρα" τόνισε ο Πρόεδρος της ΕΤΟ.
3. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΟ συμφώνησαν με την απόφαση του G-20 ότι οι πολιτικές αποδοχών και τα bonuses θα πρέπει να καθορίζονται μακροπρόθεσμα και βάσει του αναλαμβανόμενου κινδύνου και δεσμεύτηκαν να ζητήσουν από τις τράπεζες μέλη τους να εφαρμόσουν τις νέες ρυθμίσεις για τις πολιτικές αποδοχών που εξέδωσε το Financial Stability Board. Επισημάνθηκε ότι σημαντικός αριθμός τραπεζών στην Ευρώπη λαμβάνει ήδη μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεδομένων των πιθανών διαφοροποιήσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και των άλλων κρατών-μελών του G-20, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ζητούν μια συνολική αναθεώρηση των πολιτικών αποδοχών προς την ίδια κατεύθυνση.
4. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΟ συζήτησαν, επίσης, το αίτημα που διατυπώνεται επανειλημμένα πρόσφατα αναφορικά με τη λήψη μέτρων ειδικά για τις «συστημικά σημαντικές τράπεζες». Ο Πρόεδρος Profumo ζήτησε από τις αρχές να επικεντρωθούν στην παροχή σαφών κινήτρων για τον περιορισμό της ανάληψης εξαιρετικών κινδύνων, και στη διασφάλιση της δημιουργίας «μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων» σε διασυνοριακό επίπεδο, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στη διεθνή συνεργασία των εποπτικών αρχών κατά την επίβλεψη διασυνοριακά δραστηριοποιούμενων τραπεζών.
Η ΕΤΟ υπογραμμίζει, πάντως, ότι θα ήταν εσφαλμένη η ταύτιση της έννοιας των συστημικών κινδύνων με τις τράπεζες, πόσο μάλιστα με το μέγεθός τους. Συστημικοί κίνδυνοι μπορούν να ανακύψουν από τη λειτουργία κάθε κατηγορίας χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, ανεξαρτήτως μεγέθους, καθώς και σε μη τράπεζες, όπως για παράδειγμα στα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού. Ο συστημικός κίνδυνος συναρτάται με τις δραστηριότητες ενός ιδρύματος, το επιχειρηματικό του μοντέλο και τη διασύνδεσή του με άλλα ιδρύματα.
Περαιτέρω, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΟ υπογράμμισε την ανάγκη διασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ και ως προς αυτήν την κατεύθυνση και συνέστησε οι αρχές να λάβουν δεόντως υπόψη τους, κατά τη θέσπιση κανόνων σε παγκόσμιο επίπεδο, τις διαφορές στα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, καθώς και το ρόλο των τραπεζών στην παροχή πιστώσεων.
5. Τέλος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΤΟ εξέφρασαν αντιρρήσεις ως προς την ορθότητα της απόφασης του International Accounting Standards Board (του διεθνούς φορέα που παράγει τα διεθνή λογιστικά πρότυπα) να διασπάσει το έργο της αναθεώρησης του ΔΛΠ 39 σε τρία επιμέρους τμήματα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την αξιολόγηση της συνολικής επίδρασης της αναθεώρησης. Στο πλαίσιο αυτό ζήτησαν από το IASB να δημιουργήσει λειτουργικά πρότυπα με γνώμονα την επίτευξη μιας ουσιαστικής και διατηρήσιμης σύγκλισής τους προς τις σχετικές συστάσεις των εποπτικών αρχών.